- ριπιδοειδής
- ης, ες веерообразный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ριπιδοειδής — ές, Ν όμοιος με ριπίδιο στο σχήμα, αυτός που έχει σχήμα ανοιχτής βεντάλιας («ριπιδοειδής σχηματισμός»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ριπίδιο «βεντάλια» + ειδής*] … Dictionary of Greek